Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκ περιωπῆς

См. также в других словарях:

  • περιωπής — ές, Α [περιωπή] αυτός που φαίνεται από παντού, περίοπτος …   Dictionary of Greek

  • περιωπῆς — περιωπέω gaze around upon pres ind act 2nd sg (doric) περιωπή place commanding a wide view fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωπή — η, ΝΜΑ ψηλό μέρος με ανοιχτή θέα νεοελλ. 1. εξέχουσα θέση 2. φρ. α) «άνθρωπος [επιστήμονας, ειδικός κ.λπ.] περιωπής» ή «υψηλής περιωπής» άνθρωπος [επιστήμονας, ειδικός κ.λπ.] μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους ή υψηλής καταγωγής 3. «από περιωπής» i)… …   Dictionary of Greek

  • высота — ВЫСОТ|А (234), Ы с. 1. Протяженность снизу вверх: близь же олтарѩ ѥсть камень твьрдъ. имѣ˫а ширинѹ и высотѹ великѹ. а глѹбина ѥго коньцѩ не имать. СбТр ХІI/ХІІІ, 43 об.; поста||ви тѣло златоѥ на поли дѣирѣ. ѥмѹ же высота ·з҃· лакотъ. ПрЛ XIII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πανδώρα — I Δίτομο μουσικό βιβλίο, που περιέχει τραγούδια τονισμένα με βυζαντινή παρασημαντική. Στον πρώτο τόμο περιέχονται βυζαντινά δημοτικά τραγούδια και στον δεύτερο αραβοπερσικά. Τα τραγούδια αυτά μεταφέρθηκαν από την αρχαία παρασημαντική στη νεότερη… …   Dictionary of Greek

  • ρομάντσα — (Μουσ.). Σύνθεση για τραγούδι και πιάνο, σε παθητικούς τόνους, που είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία κυρίως στους κύκλους των σαλονιών του 19ου αι. Προέρχεται από τη γαλλική romance του 18ου αι., προσφιλέστατη στον Ρουσό (σύνθεσε και ο ίδιος ρ.) για …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Άρχερμος — (α’ μισό 6ου αι. π.Χ.).Γλύπτης από τη Xio. Καλλιτέχνης περιωπής φαίνεται πως ήταν και ο πατέρας του Μικκιάδης και οι γιοι του Άθηνις και Βούπαλος. Στον Ά. αναφέρεται ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό τόλμημα: φιλοτέχνησε μια φτερωτή Νίκη. Σε μια εποχή… …   Dictionary of Greek

  • Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος — (Κωνσταντινούπολη 1815 – Αθήνα 1891). Έλληνας κορυφαίος ιστορικός συγγραφέας. Γιος του τραπεζίτη Δημητρίου Π., Πελοποννήσιου –από τη Βυτίνα– και πρόκριτου της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, ο Π. είχε πολύ μικρός την πικρή εμπειρία να …   Dictionary of Greek

  • περιωπή — η 1. τόπος ψηλός, ξάγναντος, σκοπιά. 2. υψηλή κοινωνική θέση: Άνθρωπος περιωπής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»